Η θλιβερή επέτειος του Παύλου Μελά 112 χρόνια μετά...
(29 Μαρτίου 1870 – 13 Οκτωβρίου 1904)
Στις 13 Οκτωβρίου του 1904 εισήλθε στο χωριό Στάτιστα για να αναπαυτεί αυτός και οι άνδρες του. Όμως, ο Βούλγαρος αρχικομιτατζής Μήτρος Βλάχος, προκειμένου να τον βγάλει από τη μέση, ειδοποίησε τις οθωμανικές αρχές. Επί τόπου κατέφθασε ισχυρό στρατιωτικό απόσπασμα και στη συμπλοκή που ακολούθησε, ο Παύλος Μελάς τραυματίστηκε σοβαρά. Αφού έπεσε κάτω, έβγαλε το σταυρό του και τον παρέδωσε στον πιστό και αχώριστο σύντροφό του Πύρζα, λέγοντας:
Τα τελευταία του λόγια
«Τον σταυρό να τον δώσεις στη γυναίκα μου και το τουφέκι μου, όπως σου είπα, του Μίκη και να τους πεις ότι το καθήκον μου έκαμα»
και μετά από λίγη ώρα άφησε την τελευταία του πνοή.
Το κεφάλι του αποκόπηκε από τους συμπολεμιστές του και τάφηκε στο ναό της Αγίας Παρασκευής στο Πισοδέρι. Το σώμα του παραδόθηκε από τις οθωμανικές αρχές στον μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανό (Καραβαγγέλη) και τάφηκε στον βυζαντινό ναό των Ταξιαρχών στην Καστοριά, όπου αναπαύεται και η κάρα του από το 1950. Στον ίδιο ναό έχει ταφεί και η σύζυγός του Ναταλία, κατ’ επιθυμίαν της.
Ο ίδιος ο Μητροπολίτης Γερμανός περιγράφοντας τα της κηδεύσεως του σώματος του Παύλου Μελά έγραφε στην με ημερομηνία 26 Νοεμβρίου 1904 επιστολή του προς τον Ίωνα Δραγούμη, γυναικάδελφο του Μελά, τα εξής: «Φίλτατε αδελφέ, Μαθών ότι εφτάσατε εις Αθήνας, εν συγκινήσει ψυχής και φρικτή δοκιμασία τεθλιμμένης καρδίας, υποβάλλω τη Υμετέρα Αγάπη θερμά συλλυπητήρια επί τη εθνική απωλεία του ενδόξου ήρωος, ενθουσιωδώς πατριώτου, πολυκλαύστου αδελφού μου, πολυτίμου γαμβρού σου και πρωτομάρτυρος της εθνικής ημών παλιγγενεσίας. Εγώ τον εθρήνησα και τον θρηνώ εισέτι απαρηγόρητος. Φαντάζομαι δε μακρόθεν οποία καταιγίς φρικώδης ενέσκηψεν εις τον δεδοξασμένον οίκον σας και ποίαν πληγήν κατήνεγκεν εις την τρυφεράν σου καρδίαν και να παρηγορήση χήραν και ορφανά εν τη φρικώδει δοκιμασία». Τα χρέη των συγγενών του αειμνήστου εθνομάρτυρος είχον το ατύχημα να εκτελέσω εγώ. Τη 23η του απαισίου μηνός μετέφερεν επί κραβάτου εις την πόλιν ημών ο στρατός το ιερόν σώμα του πολυκλαύστου μας εθνομάρτυρος. Είναι αδύνατον να περιγράψω ενταύθα την άληστον και ζοφώδη εκείνην ψυχολογικήν στιγμήν. Μικρού δειν έπιπτον λιπόθυμος εν τω Διοικητηρίω και οι κρουνοί των δακρύων μου προύδοσαν εις τους πέριξ την ανεμοζάλην της κλονισθείσης ψυχής μου. Συνελθών εκ της αποτόμου σκοτοδινιάσεως εζήτησα να ενταφιάσω το ιερόν λείψανον του αειμνήστου μας μάρτυρος.
Το σπίτι που σκότωσαν τον ήρωα
Περί την δύσιν του ηλίου παρεδόθη μοι υπό των Αρχών, αλλά το μεν ένεκα της παρελθούσης ώρας, το δε θέλων να κερδίσω καιρόν προς προετοιμασίαν ανάλογον του μεγάλου ανδρός, κατέθεσα τον σεπτόν νεκρόν εντός μικράς βυζαντινής εκκλησίας κείμενης απέναντι της Μητροπόλεως, δι’ όλης δε της νυκτός άγρυπνος διαμείνας εν τω οίκω φίλου επιστηθίου λαβόντος με παρ’ εαυτώ όπως με παρηγορήση, ητοίμασα νέον νεκρικόν κράβατον με επιστέγασμα φέρον το σημείον του σταυρού και το κλεινόν όνομά του, ητοίμασα τον ένδοξον τάφον του εν τω περιβόλω του βυζαντινού ναού υπό δύο δενδρύλλια απέναντι του παραθύρου μου, τη δε επαύριον Κυριακή, όρθρου βαθέως, περιέδεσα τας μαρτυρικάς χείρας του με εν μετάξινον μανδήλιόν μου, κατέθεσα επί του στήθους του εν Ευαγγέλιον, ένα Σταυρόν και μίαν εικόνα και πριν αρχίση η λειτουργία ετελέσαμεν την κηδείαν του. Πεπνιγμένος εν λυγμοίς ανέγνωσα τας ευχάς εντός του Μητροπολιτικού ναού και μη υπάρχοντος εν αυτώ νεκροταφείου, μετέφερα ο ίδιος εις τον παρακείμενον περίβολον του βυζαντινού ναού των ταξιαρχών το σεπτόν σκήνος του, τον κατέβρεξα με πύρινα δάκρυα και απελθών έπεσα επί της στρωμνής μου, όπως θρηνώ τον αοίδιμον ήρωα. Οι ιερείς καθ’ εκάστην ημέραν διετάχθησαν να εύχωνται επί του τάφου του. Προσωρινώς ανιδρύσαμεν ευπρεπή τάφον, επί του οποίου φέγγει ο νεκρικός φανός, μέχρις ου ανατείλη η ημέρα καθ’ ην η πατρίς θα ανεγείρη σύσσωμος επ’ αυτού το αθάνατον της δόξης τρόπαιον. Τη 22α τρέχοντος ετελέσθη αθορύβως μνημόσυνον, είθε δε η θεία πρόνοια να ευδοκήση μετ’ ου το πολύ να τελέσωμεν μνημόσυνον πάνδημον οι πάντες επί το αυτό.
Δεν θα λησμονήσω επί ζωής τας οδυνηράς πικρίας, ας διήλθον τας ημέρας αυτάς, εξακολουθώ δε ευρισκόμενος νοερώς εν μέσω υμών και συνοδευόμενος υμίν.
Απαρηγόρητος.
Κώστας Γεωργίου (ψευδώνυμο του Μητρ. Καστοριάς Γερμανού Καραβαγγέλη)».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου